εκπιεστός

εκπιεστός
η , ό[ν] выжимаемый; выжатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκπιεστός" в других словарях:

  • εκπιεστός — ή, ό (Α ἐκπιεστός, ή, όν) αυτός που προήλθε από εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • ἐκπιεστά — ἐκπιεστός squeezed out neut nom/voc/acc pl ἐκπιεστά̱ , ἐκπιεστός squeezed out fem nom/voc/acc dual ἐκπιεστά̱ , ἐκπιεστός squeezed out fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»